τάφρη

τάφρη
και τράφη, ἡ, Α
ιων. τ. τάφρος («τάφρην ὀρύξας εὐρείην», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τάφρος (), κατά τα θηλ. σε -η].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τάφρη — fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάφραι — τάφρη fem nom/voc pl τάφρᾱͅ , τάφρη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάφρην — τάφρη fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Тафрина — Курчавость листьев персика, вызванная грибом Тафрина деф …   Википедия

  • ταφρίνη — και ταφρίνα, η, Ν (μυκητ.) το μοναδικό γένος τής τάξης ασκομυκήτων ταφρινώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. taphrina < τάφρη «τάφρος, χαντάκι» + κατάλ. ινα/ ίνη] …   Dictionary of Greek

  • τράφη — ἡ, Α βλ. τάφρη …   Dictionary of Greek

  • Τάφραι — Μεσόγειος χώρα της αρχαίας Ταυρικής. Oνομάζεται και Τάφρη. Οι Τ. βρίσκονταν στη θέση του σημερινού ισθμού του Περεκόπ. Ο λαός που κατοικούσε εκεί ονομαζόταν Σατορχαίοι και ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση με τους Σκύθες για να υπερασπίσει την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”